Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς
Ο άνθρωπος μπήκε και βρίσκεται στο πολιτισμό κρατώντας ένα ματσούκι στο χέρι.
Ραβδούχοι ήταν οι αστυνομικοί των αρχαίων και γκλομπούχοι οι δικοί μας. Ένα
ρόπαλο έφερε ο Ηρακλής και δυο κρατούσαν οι Ηρακλειδείς των βασιλικών μας
θυρεών. Κορύνη κρατούσαν οι Σάτυροι κι ο Πάνας και σκήπτρο έφεραν οι βασιλιάδες.
Βίτσα κρατούσε ο δάσκαλος, μαστίγιο ο χωροφύλακας. Ράβδο κρατάει ο Χριστός, ως
καλός ποιμήν, και ποιμαντορική ράβδο οι δεσποτάδες, ως ποιμένες των ψυχών μας.
Γκλίτσα κρατούσε ο τσέλιγκας, εξουσιάζοντας τους τσοπάνους και γκλίτσα ο τσοπάνος
εξουσιάζοντας τα πρόβατα. Γιδάγκλιτσα ο γιδάρης και λούρα ο γελαδάρης.
Το “ματσούκι” των εξουσιαστών ήταν ανάλογο με την ταξική θέση του καθένα. Χρυσά
ή αργυρά ήταν το σκήπτρο και η ποιμαντορική ράβδος των ταγών της κοσμικής και
θρησκευτικής εξουσίας. Μακριά, απ΄ ακριβό ξύλο και βαριά κεντημένη ήταν η γκλίτσα
του τσέλιγκα και του κοτζαμπάση. Ελαφρότερη ήταν του μέσου βλάχου και του
τσαμπάση κι εντελώς απλή και ευτελής των τσοπάνων και των μπιστικών.
Μια φορά ένας Νομάρχης πήγε κάπου στ΄ Άγραφα, να επισκεφτεί το Δήμαρχο στην
έδρα του. Όμως δεν ήταν στο καφενείο και τον περίμενε να ρθει. Σε κάποια στιγμή
βλέπει έναν αρειμάνιο φουστανελά με μια τσιγκελωτή μουστάκα, που μπορούσες να
κρεμάσεις δυο μοσχάρια στους γάντζους της, κρατώντας μια θηριώδη γκλίτσα να
κατεβαίνει συνάμενος κουνάμενος. «Αυτός είναι Δήμαρχος που σας κυβερνάει;»
αναρωτήθηκε φωναχτά και με έκπληξη ο Νομάρχης. Το καλό αυτί του Δήμαρχου το
πιασε και του λέει: “Κύριε Νομάρχα τέτοια ζώα που είναι τέτοια γκλίτσα τους χρειάζεται”.

Κάπως έτσι και κάπως αλλιώς σ΄ όλα τα σπίτια, χωρικά ή αστικά, θα υπάρχει μια
γκλίτσα, εμφανής ή κρυμμένη, απομεινάρι και σύμβολο της ποιμενικής καταγωγής της
συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού. Κι όποιος δεν έχει καλά θα κάνει να προμηθευτεί
μια κρανίσια, γιατί όπου νάναι θα μας χρειαστεί για να πάψει ο λαός να πορεύεται
άοπλος, χωρίς γκλίτσα και χωρίς δικό του ψωμοτύρι στο τρουβά και να τον
συντροφεύει μόνο το ματσούκι του διακονιάρη.
Η γκλίτσα όντας το βασικό εργαλείο του τσοπάνη –και όχι μόνο- δεν μπορούσε να μην
εξάψει την φαντασία και να μην τροφοδοτήσει τον παροιμιακό λόγο του θυμόσοφου
λαού. Μερικά παροιμίες απ΄ αυτές είναι:
“Έμαθε δυο γκλίτσες γράμματα” έλεγαν για κάποιον που πήγε σχολείο.
«Πήρε τη γκλίτσα» απαξιωτικά για κάποιον που έγινε τσοπάνος.
“Την παράτησε τη γκλίτσα” αξιωτικά για κάποιον που άφησε το τσοπανηλίκι.
“Ήταν νοικοκύρης και πήρε την γκλίτσα” για κάποιον χρεοκοπημένο νοικοκύρη.
“Έμεινε με την γκλίτσα στο χέρι” για κάποιον που έχασε το κοπάδι του.
“Ανέβηκε ο ήλιος μια γκλίτσα” σε περίπτωση αγουροξυπνήματος.
“Μην ξύνεσαι στη γκλίτσα του τσοπάνη” μη με προκαλείς.
“Τον σαλάγισα με την γκλίτσα» σε ένδειξη δύναμης.
“Θα σε φουσκώσω με τη γκλίτσα” θα σε ραβδίσω.
Η γκλίτσα με το ματσούκι και το κεφάλι της διευκόλυνε και τον αθυρόστομο
παροιμιακό λόγο. Δεν θα αναφερθώ όμως σ΄ αυτόν γιατί δεν προτίθεμαι να εξάψω τα
πεπυρωμένα βέλη του Πονηρού!