
Το απόφθεγμα για τους οικονομικούς δείκτες που ευημερούν και τους ανθρώπους που υποφέρουν, φαίνεται ότι βρίσκει εφαρμογή και στην Ελλάδα, καθώς απεικονίζεται συνεχώς στα δημοσκοπικά επίπεδα δυσαρέσκειας μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης, διαβάζουμε στο euro2day.gr.
Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο αναλύεται ο οικονομικός εκτοπισμός (economic displacement) μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, από τους δύο σημαντικότερους μέχρι τώρα τομείς οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή τον τουρισμό και την ανάπτυξη ακινήτων.
«Από τη φύση τους οι δύο αυτοί τομείς επιδρούν (σε ορισμένες περιπτώσεις συνδυαστικά), στην αχίλλειο πτέρνα των περισσότερων ελληνικών νοικοκυριών: Στα κόστη στέγασης και κατανάλωσης βασικών ειδών, όπως κατ εξοχήν είναι τα τρόφιμα, τα ποτά και άλλα είδη καθημερινής διαβίωσης.
Από την ενδελεχή έρευνα που δημοσιοποίησε πρόσφατα η Alpha Bank, προκύπτει ότι το κόστος στέγασης στη χώρα μας, συγκρινόμενο με το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα, βρίσκεται πλέον στην κορυφή της Ευρώπης.
Η αύξηση στις τιμές των ακινήτων έφτασε το 24% την τελευταία διετία, έναντι 14% για την αύξηση των εισοδημάτων. Κι επειδή η τελευταία είναι σε ονομαστικές τιμές, η ψαλίδα σε σχέση με το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα, άνοιξε ακόμη περισσότερο.
Αυτό που θα πρέπει όμως να σοκάρει είναι το αποτέλεσμα. To 54% των ερωτηθέντων θεωρεί πλέον την αγορά σπιτιού ανέφικτη, ενώ το 39% δύσκολα εφικτή. Το 60% αναμένει περαιτέρω αύξηση των τιμών, στην επόμενη πενταετία.
Η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στα οικιστικά ακίνητα οφείλεται εν μέρει στα σχεδόν 800.000 ακίνητα που δεν «βγαίνουν» στην αγορά και στην εξάπλωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης, τύπου Airbnb.
Βασικός παράγοντας όμως, είναι και η άνοδος στους συντελεστές του κόστους παραγωγής, λόγω του αναπτυξιακού οργασμού στο real estate development που σχετίζεται με άλλους τομείς, κι όχι με την στέγαση νοικοκυριών μεσαίου και χαμηλότερου εισοδήματος.
Ομοίως, τα απανωτά τουριστικά ρεκόρ των τελευταίων ετών, πέρα από τις θετικές επιδράσεις τους στην οικονομική ανάπτυξη, (και στα εισοδήματα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων), έχουν και μια άλλη αδιόρατη επίδραση. Οι δαπάνες των τουριστών για τη διαβίωση τους στη χώρα μας, αποτελούν πλέον μεγάλο ποσοστό της κατανάλωσης τροφίμων και ποτών, που ανάλογα με τις εκτιμήσεις, κινείται μεταξύ 17% και 20% της συνολικής.
Επειδή όμως η χώρα μας παραμένει στις τελευταίες θέσεις των αναπτυγμένων κρατών, από πλευράς αγοραστικής δύναμης, η πρόσθετη αυτή ζήτηση από εύπορους συγκριτικά ξένους, αυξάνει την ανελαστικότητα της αγοράς ως προς την τιμή, εις βάρος των λιγότερο ισχυρών οικονομικά ντόπιων.
Τα προβλήματα στέγασης και διαβίωσης που αντιμετωπίζουν π.χ. οι δημόσιοι υπάλληλοι, στις τουριστικές περιοχές της χώρας, έχουν καταγραφεί αναλυτικά. Σε μεγάλο βαθμό, όμως, αποτελούν την ορατή κορυφή ενός παγόβουνου. Που έχει μικρότερες μεν, αλλά σημαντικές επιπτώσεις, στο σύνολο της επικράτειας.
Επιπλέον, ο οικονομικός αποκλεισμός αποκτά κοινωνική και ψυχολογική διάσταση. Τα στατιστικά και δημοσκοπικά στοιχεία δείχνουν ότι πλησιάζουμε ολοταχώς σε μια κρίσιμη καμπή, με κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις που δεν πρέπει να αγνοηθούν στο τρέχον περιβάλλον αυξανόμενου «αντισυστημισμού».
Η δημοσκόπηση της Metron Analysis, τον περασμένο Φεβρουάριο, σύμφωνα με την οποία το 52% των Ελλήνων δήλωσε πως είχε μεγαλύτερη οικονομική άνεση το 2019, ενώ μόλις το 27% πιστεύει ότι τα πράγματα είναι καλύτερα σήμερα, χτύπησε το πρώτο καμπανάκι.
Προ ημερών βγήκε και η έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ για τα επίπεδα φτώχειας σύμφωνα με την οποία παρατηρείται σοβαρό «φρενάρισμα» στην μείωση των δεικτών. Το 19,6% εμφανίζει κίνδυνο φτώχειας, με το ποσοστό αυτό να έχει επιστρέψει υψηλότερα από τα επίπεδα του 2022-23 αλλά και από του 2019 όταν ήταν 17,9%!
Αντίστοιχα, εκείνοι που εμφανίζουν κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού καταγράφηκαν στο 14%, χαμηλότερα μεν από το 15,8% του 2019, αλλά υψηλότερα από τα ποσοστά του 2021-23» (euro2day.gr).
Όπως φαίνεται ο εκτοπισμός μας από τη χώρα μας δεν είναι μόνο οικονομικός αλλά και ολοκληρωτικός…