Η 19η Μαΐου καθιερώθηκε ως ημέρα της μνήμης της γενοκτονίας των Ποντίων. Με τον όρο γενοκτονία εννοούμε τη μεθοδική εξολόθρευση ολική ή μερική μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Οι σφαγές και ο εκτοπισμός των ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του Πόντου πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεότουρκων κατά την περίοδο 1914-1923. Εκτιμάται ότι στοίχησε τη ζωή 350.000 Ελλήνων περίπου. Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Άνω Πόντο στην  Ε.Σ.Σ.Δ και μετά την Μικρασιατική καταστροφή, το 1922, στην Ελλάδα. Ένα έθνος με ιστορία χιλιετηρίδων, που ήταν ριζωμένο στον Πόντο με την δική του ιστορικοπολιτιστική ταυτότητα και με υπεραναπτυγμένη την οικονομική του ευμάρεια.

Με την επικράτηση των Νεότουρκων στην Οθωμανική αυτοκρατορία στα 1908, η χαρά και οι ελπίδες των μειονοτήτων διαψεύστηκαν. Άδικα πίστεψαν ότι οι Τούρκοι θα ξεκολλούσαν από την θρησκεία και το φανατισμό. Αντίθετα η αλλαγή αυτή επέφερε ένα κίνημα εθνικισμού. Οι μεγάλες δυνάμεις αυτή την εποχή ήταν απασχολημένες με τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο και η Ελλάδα με το «Κρητικό ζήτημα». Στο πρόγραμμα των Τούρκων ήταν ο εκτουρκισμός αυτών των λαών (όπως και οι Αρμένιοι) και σε περίπτωση άρνησης η εξολόθρευσή τους. Εφαρμόζοντας τα «Τάγματα εργασίας» με κύριο πρόσχημα την ασφάλεια της χώρας, έστελναν τους Ελληνοπόντιους για καταναγκαστικά έργα στην ενδοχώρα κάτω από τραγικές συνθήκες και οι περισσότεροι πέθαιναν από τις κακουχίες. Στη συνέχεια μπήκε το σχέδιο σε εφαρμογή και ο νόμος «Μετακίνησης υπόπτων ατόμων». Ο εκτοπισμός των Ποντίων γίνονταν ομαδικά με τις ατέλειωτες πορείες θανάτου μέχρι την τελική τους εξόντωση. Μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή πάνω από 350.000 Έλληνες εξοντώθηκαν και οι υπόλοιποι από τις 700.000 και παραπάνω ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Εκείνη την προσφυγιά την περιγράφει χαρακτηριστικά η συγγραφέας Έφη Γρηγοριάδου, ποντιακής καταγωγής:

«…Οι γειτονιές των προσφύγων δεν είχαν διαφορές. Ίδιος ο πόνος, ίδια η φτώχεια, η πείνα, η εγκατάλειψη, ίδια τα όνειρα. Οι μνήμες από τη ζωή τους στην πατρίδα δεν τους κατέβαλαν. Αντίθετα, τους δυνάμωσαν.  Οι αξίες και η εργατικότητά τους ήταν αρκετές για να ξαναγεννηθούν από τις στάχτες τους. Κάτω από το τσαλακωμένο φως ήξεραν  ότι δεν θα ξανασυναντήσουν  γρήγορα χαρούμενα παιδιά να παίζουν . Δεν ήξεραν αν πήγαιναν από το θάνατο στη ζωή ή το αντίστροφο. Άλλωστε οι αποστάσεις δεν ήταν μεγάλες. Καραβάνια κυνηγημένων κουρελήδων. Φόβος, φρίκη, αγωνία, απόγνωση. Σκελετοί από τις κακουχίες, τις στερήσεις την πείνα. Τα χωράφια περίμεναν για να βγάλουν λίγο καρπό. Παντού παράγκες! Σκελετοί, με καρφωμένες σανίδες πάνω τους. Ντουβάρια που τρικλίζουν και στραβά παράθυρα. Μοιάζουν σαν να έπεσαν από ψηλά. Βαμμένες από τον ήλιο και τη βροχή, με εκείνο το ακαθόριστο χρώμα που παίρνει το ξύλο, όσο παλιώνει. Μια ζωή που δεν περιγράφεται σε λίγες σειρές…»

Αυτή τη γενοκτονία και την προσφυγιά αρνούνται πεισματικά οι Τούρκοι να αναγνωρίσουν !

                                           Κώστας Μπουμπουρής  

                                      Αστυν.Δ/ντής ε.α.-Συγγραφέας

                                           (k.boubouris@yahoo.gr