‘ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΙΑΤΙΚΑ ΚΙ ΑΛΛΟΤΙΝΑ’

Καστανιώτικες ιστορίες

 

Γράφει ο Γιάννης Δημ. Υφαντόπουλος, Φιλόλογος

Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Χτίστηκε στα 1795 επί Αλή Πασά

Δύο μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας τα παλιά τα χρόνια είχαν ιδιαίτερη σημασία και γιορτάζονταν με μεγάλη ευλάβεια στο χωριό μας, η Μεγάλη Πέμπτη και η Μεγάλη Παρασκευή.

            Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης πηγαίναμε όλοι στην παλιά εκκλησία της Παναγίας, όπου υπήρχε και το παλιό νεκροταφείο του χωριού μας, πριν από τα 1933, οπότε από τον αείμνηστο Ζάχο Χρ. Παπαχρίστο ως Πρόεδρο και επικεφαλής των μεγάλων και σπουδαίων έργων στο χωριό μας κτίστηκε η εκκλησία των Αγίων Πάντων και το καινούριο νεκροταφείο. Στα δύο μικρά πεζούλια που βρίσκονταν πάνω από την εκκλησία και στο χώρο που είναι κτισμένο σήμερα το Πολιτιστικό μας Κέντρο καθώς και στο προαύλιο του θάβονταν για δυο περίπου αιώνες όλοι οι Καστανιώτες, όσοι κατά καιρούς εκδημούσαν για την Ουράνια Πολιτεία. Εκεί, στα φτωχικά και απέριττα μνήματα με τους ξύλινους σταυρούς, ανάβαμε τα μελισσοκέρια μας και διαβάζαμε τρισάγιο για τους νεκρούς προγόνους μας.

Η παλιά Εκκλησία της Παναγίας. Φωτ. Γιάννη Δ. Υφαντόπουλου, Πάσχα 1976

Το βράδυ της ίδιας μέρας στην ιστορική εκκλησία του Αγ. Νικολάου παρακολουθούσαμε με κατάνυξη, μικροί και μεγάλοι, την Ακολουθία της Σταύρωσης του Χριστού μας και τα δώδεκα Ευαγγέλια.

            Εφημέριος του χωριού μας ήταν ο αείμνηστος παπα – Κώστας, αυτός που ευλόγησε πολλούς από εμάς, όταν γεννηθήκαμε, και λίγο μετά μας βάφτισε – κατά προτίμηση στα σπίτια μας – όπως γινόταν τον παλιό καιρό.    Όλοι οι χωριανοί μας διακρίνονταν για τη βαθιά πίστη τους και την αφοσίωσή τους στις γνήσιες εκκλησιαστικές και λατρευτικές παραδόσεις μας. Υπήρξαν όμως και κάποιες συγκυρίες, κάποια τυχαία και απρόσμενα περιστατικά που επηρέασαν αρνητικά και ευτράπελα το βαρύ και πένθιμο κλίμα της Μεγαλοβδομάδας, όπως το ζούσαμε στη μικρή κοινωνία του χωριού μας εκείνον τον καιρό.

            Σε ένα τέτοιο περιστατικό θα αναφερθούμε σήμερα, έχοντας πρόθεση να το ξαναθυμηθούμε όσοι το ζήσαμε, αλλά να γνωρίσουν και οι πιο νέοι πρόσωπα, συνήθειες και συμπεριφορές κάποιων συγχωριανών μας που εδώ και πολλά χρόνια μίσεψαν για το ταξίδι χωρίς γυρισμό.

            Ήταν, θυμάμαι, Μεγάλη Πέμπτη βράδυ ένα ή δύο χρόνια μετά το 1955, χρονιά που ήρθε από την Αμερική ο για πολλά χρόνια ξενιτεμένος εκεί πατέρας μου.

            Στα δυο τριθέσια ψαλτήρια του Αϊ – Νικόλα είχαν πάρει τη θέση τους οι ψάλτες εκείνου του καιρού πολύ νωρίς, προτού να αρχίσει η ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης. Στο δεξιό ψαλτήρι πρωτοψάλτης ήταν ο μπαρμπα – Αντρίτσος ο Κουτρούμπας, ενώ στο αριστερό τον πρώτο λόγο τον είχε ο μπαρμπα – Θανάσης ο Γρούμπας, σώγαμπρος στο χωριό μας που καταγόταν από το Δερμάτι και για πολλά χρόνια είχε δουλέψει ως σερβιτόρος στην Αθήνα, στα μεγαλύτερα εστιατόρια, σερβίροντας βασιλιάδες, πρίγκιπες, πρωθυπουργούς, υπουργούς, βιομήχανους και μεγάλους επιχειρηματίες της παλιάς Αθήνας.

Και πάλι εδώ ο μπάρμπα – Ανδρίτσος Κουτρούμπας

Ο μπαρμπα – Αντρίτσος, κουμπάρος και παιδικός φίλος του μακαρίτη του πατέρα μου, τρία – τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος του είχε καφενείο και μπακάλικο τότε στο χωριό. Επιπλέον έκανε περιστασιακά τον αγωγιάτη και τρέφοντας πάντοτε μια ή δυο αγελάδες είχε και δικό του ζευγάρι ή γινόταν σέμπρος με κάποιον άλλο συγχωριανό μας, για το όργωμα και το σπάρσιμο των χωραφιών μας από το Λιναράκι και το Σαγιά μέχρι τις Γούρνες. Κληρωτός του 1912 ο μπαρμπα – Αντρίτσος πήρε μέρος στους βαλκανικούς πολέμους μαζί με τον παπα – Κώστα και με άλλους συγχωριανούς μας. Πολέμησαν ηρωικά στο θρυλικό Μπιζάνι και αργότερα, όταν γύρισαν στο χωριό, συγγένεψαν, αφού ο μπαρμπα – Αντρίτσος πήρε για σύντροφο της ζωής του τη θεία Δέσπω, την αδελφή του παπα – Κώστα.

            Μικρός ο μπαρμπα – Αντρίτσος πήγε στο σχολαρχείο του Προυσού. Εκεί έμαθε γράμματα, μένοντας στο μοναστήρι της Παναγίας της Προυσιώτισσας, όπου έμαθε και την ψαλτική, τους οκτώ δηλαδή ήχους, τους οποίους απέδιδε υπέροχα με την ένρινη και μελωδική φωνή του.

            -Τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις, έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Ο Αντρίτσος ξέρει και ψέλνει καλά! Ευχαριστιέσαι να τον ακούς!

            Ο μπαρμπα – Θανάσης ο Γρούμπας όμως δεν ήξερε καλά τους ήχους. Παρακολουθώντας τις ιερές ακολουθίες και τη θεία Λειτουργία σε κάποιες εκκλησίες της Αθήνας, όταν δούλευε εδώ, εξοικειώθηκε ιδιαίτερα με μερικά τροπάρια και προσάρμοζε – κατά περίπτωση – και τις άλλες ακολουθίες, σύμφωνα με τις ψαλτικές γνώσεις και εμπειρίες που είχε. Αυτό θα γινόταν και εκείνη τη θρυλική – για τα Καστανιώτικα δεδομένα – Μεγάλη Πέμπτη.

Ο παπα – Κώστας

Ο παπα – Κώστας, όταν άρχισε να σουρουπώνει, αφού πρώτα χτύπησε την καμπάνα έβαλε «Ευλογητός» και άρχισε η ακολουθία της βραδιάς.     

Διάβασε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, το 1ο Ευαγγέλιο, που ήταν και το πιο μεγάλο, και όταν το τελείωσε οι ψάλτες με πρώτο τον μπαρμπα-Αντρίτσο άρχισαν να ψάλλουν τα αντίφωνα. Μετά το 2 Ευαγγέλιο ήρθε η σειρά των τροπαρίων του 6ου αντιφώνου σε ήχο βαρύ, που άρεσε ιδιαίτερα στον μπαρμπα – Αντρίτσο. Ακολούθησε το 3ο Ευαγγέλιο και λίγο μετά σε ήχο β’(δεύτερο) ψάλθηκαν τα ιδιόμελα του όγδοου αντιφώνου.

            Στο τέλος του αντιφώνου αυτού, ο μπαρμπα – Αντρίτσος, μετά το Δόξα Πατρί είπε στον μπαρμπα – Θανάση το Γρούμπα να πει αυτός το Και νυν και το Θεοτοκίο που ακολουθούσε, έχοντας προφανώς – πρόθεση να αρχίσει αυτός το επόμενο, το ένατο (θ’) αντίφωνο με πρώτο τροπάριο σε ήχο γ’ (τρίτο) το «Ἔστησαν τά τριάκοντα ἀργύρια».

            Το τροπάριο αυτό ήταν ίσως το πιο αγαπημένο τροπάριο για τον μπαρμπα-Αντρίτσο από όλη την ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης. Ήθελε να το λέει πάντοτε αυτός, όπως συνήθιζε για πολλά χρόνια.

            Ο μπαρμπα – Θανάσης ο Γρούμπας όμως, έχοντας πρόθεση  εκείνη τη χρονιά να πει αυτός οπωσδήποτε το συγκεκριμένο τροπάριο, δεν κατάλαβε πού απέβλεπε ο μπαρμπα – Αντρίτσος, όταν τον προέτρεψε να πει αυτός το τελευταίο τροπάριο πριν το συγκεκριμένο ιδιόμελο.

            Δεν πρόλαβε καλά-καλά ο μπαρμπα – Θανάσης να τελειώσει το τροπάριό του και ο μπαρμπα- Αντρίτσος άρχισε το αγαπημένο του τροπάριο. Χωρίς να χάσει καιρό ο μπαρμπα – Θανάσης άρχισε και αυτός να ψάλλει το ίδιο

τροπάριο, πιστεύοντας ότι θα ανάγκαζε τον μπαρμπα – Αντρίτσο να σταματήσει για να αποτελειώσει αυτός το συγκεκριμένο τροπάριο.

            Η εκκλησία στο μεταξύ είχε γεμίσει από κόσμο. Ήρθαν πολλοί από τα Χάνια, από την Καστανούλα, από το Λιναράκι, τους Κήπους και το Κακκαβάκι. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε μέσα στην εκκλησία και μόνο οι δυο ψάλτες, ο μπαρμπα-Αντρίτσος και ο μπαρμπα – Θανάσης ακούγονταν να ψέλνουν ασυγχρόνιστα το ίδιο τροπάριο, διεκδικώντας το ο καθένας για τον εαυτό του και επιδιώκοντας να κάνει τον άλλο να σταματήσει να ψέλνει. Όταν είπαν «την τιμήν του τετιμημένου», σταμάτησαν απότομα και οι δύο.

-Αυτό είναι δικό μου, Αντρίτσο, είπε ο μπαρμπα – Θανάσης ο Γρούμπας με τρεμουλιαστή – από τον εκνευρισμό του – φωνή.

Ο μπαρμπα – Θανάσης ο Γρούμπας στα 1950 στην Αθήνα προτού να πάρει τη σύνταξή του και να εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό μας.

 Μαζί με τον μπαρμπα – Αντρίτσο Κουτρούμπα για το «Έστησαν τα τριάκοντα αργύρια…» έστησαν τρικούβερτο καβγά.

-Τι λες, μωρέ, δικό μου είναι, απάντησε ο μπαρμπα-Αντρίτσος.  Δικό μου ο ένας, δικό μου ο άλλος άρχισαν για τα καλά τον καβγά.

-Πες τα όλα μοναχός σου, να δούμε τι θα καταλάβεις ήταν ο τελευταίος λόγος του μπάρμπα – Αντρίτσου και εγκαταλείποντας βιαστικά το ψαλτήρι του βγήκε έξω από την εκκλησία και φοβερά εκνευρισμένος, «πυρ και μανία από τα νεύρα του», όπως λέγαμε τότε στο χωριό μας, κάθισε στο πέτρινο πεζούλι , αμέσως δεξιά από την κεντρική είσοδο της εκκλησίας. Κουτσαίνοντας ελαφρά και ο μπαρμπα – Θανάσης, με το μπαστούνι του προτεταμένο σαν να ήταν λόγχη, βγήκε και αυτός από την εκκλησία και κάθισε στο πεζούλι απ’ την εντελώς αντίθετη μεριά.

            Ο παπα – Κώστας που τότε συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, σταμάτησε την ακολουθία και βγήκε κι αυτός από την εκκλησία λέγοντας ότι τα καμώματα αυτά των δυο ψαλτών του «είναι ντροπής πράγματα»! Πρώτα πήγε στον γαμπρό του, τον Αντρίτσο,  και τον παρακάλεσε να γυρίσει στη θέση του, εγκαταλείποντας τις παραξενιές και τα πείσματα.

Αμετάπειστος ο μπαρμπα – Αντρίτσος είπε στον κουνιάδο του, τον παπα-Κώστα:

-Άντε, παπά μ’ φεύγα από ‘δω να μη σου πω καμιά κουβέντα και κολαστώ, μέρα που είναι.

            Ύστερα ο παπα – Κώστας πήγε στο μέρος που καθόταν ο μπαρμπα-Θανάσης ο Γρούμπας. -Έλα, μωρέ Θανάση, άντε δώσε εσύ τόπο στην οργή. Θα μας σιχαθεί ο Θεός! Μπες εσύ μέσα στην εκκλησιά κι ύστερα θα’ ρθεί κι ο Αντρίτσος. Τίποτα κι ο μπαρμπα-Θανάσης. Εκεί στο πεζούλι του Αϊ-Νικόλα καρφωμένος κι ακίνητος.

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ‘Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ’, 2002.       

Συνεχίζεται…