Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιαρας
Στη φύση η τεστοστερόνη του αρσενικού είναι αγαθό εν επαρκεία! Στους αιώνες εφαρμόστηκαν διάφοροι μέθοδοι εξισορρόπησης του φαινομένου. Εν αρχή οι απώλειες στους πολέμους και στη συνέχεια -κατά τεκμήριον- στα μοναστήρια και η κατάσταση κορυφωνόταν με τους νικημένους ευνούχους δούλους.
Στην άγρια πανίδα -κι ενίοτε στην εξημερωμένη- οι παραπανίσιοι επιβήτορες πέφτουν ηρωικά μαχόμενοι στη μάχη της σεξουαλικής επιλογής.
Στην εξημερωμένη πανίδα, κατ΄ αρχήν λειτουργεί η οικονομία του τσοπάνου. Κρατάει για βαρβάτα τα λίγα και καλύτερα αρσενικά. Για παράδειγμα στο μπουλούκι του κρατάει ένα βαρβάτο για κάθε είκοσι προβατίνες και σ΄ όλο το χωριό ελάχιστα βόδια ζούσαν τον έρωτά τους. Το ίδιο ισχύει και για τα τραγιά. Από τα επιλεγέντα για γκαίνιαση (αναπαραγωγή) υπάρχουν και οι απώλειες στις μάχες τις σεξουαλικής επιλογής, που διεξάγονται αδυσώπητες τον καιρό των ερώτων. Οι νικημένοι επιβήτορες, αν δεν ψοφήσουν, περιφέρονται περιφρονημένα από τα θηλυκά και καταλήγουν να τραγουδιούνται σουβλισμένοι στα γλέντια, παλιά των κλεφτών και τώρα των μερακλήδων.
Οι λόγοι που γινόταν η στείρωση ήταν πολλοί.
Τα μη τρωγόμενα, όπως ο γάιδαρος, τσουκανιόνταν για να πειθαρχούν και να υποτάσσονται στη βούληση του αφεντικού. Ένας βαρβατογάιδαρος είναι μεν κατά πολύ αξιότερος από έναν τσοκανισμένον, αλλά επίσης είναι περισσότερο επικίνδυνος. Ένας βαρβατόσκυλος στον καιρό των ερώτων, από φύλακας του κοπαδιού μετατρέπεται σε κυνηγό ερώτων, κάνοντας ερωτικές πειρατείες και μακροήμερα ταξίδια.
Τα τρωγόμενα ζώα, όπως τα κριάρια και τα τραγιά τα τσοκάναγαν, για να παχαίνουν και να μην βρωμίζει το κρέας τους. Μέχρι και τα κοκόρια μονόχαγαν (τα γνωστά καπόνια). Ένα βαρβάτο κριάρι ή τραγί, εκτός από το ότι δεν τρώγεται με τίποτα, είναι επιπλέον και ακατάλληλο για οδηγός του ποιμνίου (γκεσέμι). Δεν είναι υπάκουο και πειθαρχημένο στον αφέντη. Τον καιρό μάλιστα των μεγάλων του ερωτικών μαχών ούτε κουδούνι δεν μπορούν να του φορέσουν.
Οι μέθοδοι στείρωσης ήταν:
Πρώτον το τσοκάνισμα. Γενικά, σαν έννοια, αναφερόταν σε περιπτώσεις στείρωσης με μηχανικό τρόπο. Ειδικά, σαν όρος, χρησιμοποιούνταν σε περιπτώσεις στείρωσης με αποκοπή του νεύρου των όρχεων. Γινόταν με ένα εργαλείο τον τσόκανο. Αυτός αποτελούταν, από δυο ξύλα σαν ψαλίδι, όπου μέσα «αιχμαλώτιζαν» το νεύρο των όρχεων και με ένα ξυλόσφυρο κοπάναγαν το πάνω ξύλο, με αποτέλεσμα να αποκόπτεται το νεύρο. Άλλος ανάλογος τρόπος τσοκανίσματος γινόταν με μια θηλιά που έσφιγγαν το λουρί των όρχεων. Το εργαλείο δεν ενδείκνυται για… άντρες και σκυλιά.
Δεύτερον το κοπάνισμα. Στούμπαγαν με δυο πέτρες τα λιμπά του ζώου μέχρι να λειώσουν. Ήταν ο πιο βάρβαρος τρόπος. Έτσι στείρωναν τα σκυλιά, αν δεν υπήρχε χειρούργος μουνοχάρης.
Τρίτον το μουνόχημα. Ετυμολογικά μάλλον είναι παραφθορά της λέξης ευνουχισμός. Πρακτικά είναι η αφαίρεση των όρχεων με χειρουργικό τρόπο. Κατ΄ αρχήν ξύριζε την περιοχή και έκανε την τομή με ξυράφι ή φαλτσέτα και αφαιρούσε τα επίμαχα όργανα. Στη συνέχεια απολύμανε την πληγή με διάλυμα γαλαζόπετρας ή με οινόπνευμα ή στην ανάγκη με ξύδι και την έραβε με τσαγκαροβέλονο και κουβαρίστρα. Με μουνόχημα στειρώνονταν: τα γουρούνια (στα αρσενικά αφαιρούσαν τους όρχεις και στα θηλυκά την μήτρα) και κατά περίπτωση τα σκυλιά.
Τέταρτο το στρίψιμο. Εργαλείο για το στρίψιμο ήταν τα γερά χέρια του κτηνοτρόφου. Έπιανε με τη φούχτα του τους όρχεις του ζώου και τους έστριβε μέχρι να κοπεί το νεύρο τους.